Deutsch - Griechisch (Subject) / Wort des Tages (Lesson)

There are 75 cards in this lesson

Neuer Tag - Neue Wörter

This lesson was created by annapanagiotaki.

Learn lesson

  • κατάλληλο για ανηλίκους jugendfrei
  • στραβός, κυρτός (αντίθ.) ίσιος δεν κουνάω το δαχτυλάκι μου έχω γαμψή μύτη μην καμπουριάζεις κάνω απατεωνιές krumm (ggt.) geradekeinen Finger krumm macheneine krumme Nase habensitz nicht so krumm da!krumme Dinger drehen
  • 3 λέξεις τεντωμένος σφιχτός στενός ίσιος αυστηρός straff = fest, glattSeilHautKleidungsstückHaltung Disziplin
  • πολύτιμος kostbar
  • mit viel Wissen auf einem speziellen Gebiet engl. expert fachkundig
  • sehr wahrscheinlich, wie man vermutet (πρόβλεψη) κατά πάσα πιθανότητα voraussichtlich-e Voraussichtaller Voraussicht nach
  • jdn/etw. mögen etwas übrig haben für
  • γκρινιάζω, θρηνώ για sich beschweren jammern (über)
  • σταθερό δίκτυο τηλεφωνίας "Σας βρίσκει κανείς καλύτερα στο κινητό ή στο σταθερό;" -s Festnetz"Sind Sie besser auf dem Handy oder über das Festnetz zu erreichen?"
  • κρατάω το λόγο μου Είναι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του. Wort haltenEr ist ein Mensch, der Wort hält.
  • μπάρα/φραγμός βάζω φραγμούς σε κάποιον δεν έχει φραγμούς -e Schrankejdm/etw Schranken setzener kennt keine Schranken
  • μεγαλομανία μεγαλομανής -r Größenwahngrößenwahnsinnig
  • βιώσιμος (οικολ.) διαρκής/μόνιμος έντονος αειφορία, βιωσιμότητα nachhaltig-e Nachhaltigkeit
  • γοητεύω/μαγεύω γοητευτικός, χαριτωμένος ενθουσιασμός/μαγεία γοητεύω κάποιον (εκφρ.) entzückenentzückend-s Entzückenjdn in Entzücken versetzen
  • προς το παρόν vorerst
  • καταστρεπτικός verheerend
  • χάρη (προσώπου/κινήσεων) χάρη (γοητεία) χάρη (ευγνωμοσύνη) χρωστώ χάρη σε... χάρη (εξυπηρέτηση) ζητώ χάρη από... -e Anmut-r Charme-r Dank (jdm Dank schulden)-r Gefallen (jdn um einen Gefallen bitten)
  • γοργόνα -e Meerjungfrau
  • ρέστα (χρήματα) -s Restgeld
  • περιφέρομαι (αμετάβατο) "Η Σ. είναι κινητή εγκυκλοπαίδεια" μεταβάλλω/μετατρέπω μετατρέπομαι/αλλάζω wandeln "S. ist ein wandelndes Lexikon"wandelnsich wandeln
  • πρόσφατος kürzlich
  • τοκετός/γέννα απαλλαγή -e Entbindung
  • διαίσθηση για -s Gespür für + Akk
  • θάνατος, περιστατικό θανάτου -r Todesfall
  • αλογοουρά ( χτένισμα) -r Pferdeschwanz
  • αλογοουρά (κυριολεκτικά) -r (Pferde)schweif
  • αφήνω λυτά τα μαλλιά μου die Haare offen tragen
  • υφαίνω weben
  • συγχρονίζω, μεταγλωττίζω ηθοποιός μεταγλώττισης synchronisieren-r Synchronsprecher
  • κοινόχρηστο τηλέφωνο -r Fernsprecher
  • υποστηρικτής συνήγορος -r Fürsprecher
  • αντιδρώ θετικά σε (ιατρ.) ansprechen auf + Akk
  • μην το βάζεις κάτω Lass dich nicht unterkriegen.
  • αφομοιώνω verinnerlichen
  • βγάζω με το τσιγκέλι "Πρέπει να σου τα βγάζω όλα με το τσιγκέλι;" aus der Nase ziehen "Muss man dir alles aus der Nase ziehen?"
  • κουτσομπολιό κουτσομπολιό (ugs.) αυτός είναι ένας παλιοκουτσομπόλης κουτσομπολίστικη/κοσμική στήλη εφημερίδας -r Klatsch -r Tratsch (ugs.) "Er ist ein altes Klatschmaul" -e Klatschspalte
  • τείνω/κλίνω προς την άποψη ότι … πλησιάζω (ο μήνας πλησιάζει στο τέλος του) zuneigen (intr.) ich neige der Ansicht zu, dass … sich zuneigen der Monat neigt sich dem Ende zu
  • συμπάθεια αρχίζω να συμπαθώ κάποιον ανταποδίδω τη συμπάθεια σε κάποιον στοργή -e Zuneigung zu jdm Zuneigung fassen jds Zuneigung erwidern tiefe Zuneigung 
  • στοργή (αφοσίωση) -e Zuwendung
  • καταργώ abschaffen
  • σε τελική ανάλυση im Endeffekt
  • προσαρμόζω σε προσαρμόζομαι σε anpassen an +akk sich anpassen an +akk
  • ποθώ, λαχταρώ, ορέγομαι (3 λέξεις) την ποθούσε σαν τρελός ζητώ, απαιτώ (2 λέξεις) περιζήτητος/πολυπόθητος begehren (ersehnen, wünschen) er begehrte sie wie verrückt begehren (fordern) begehrt
  • αντιφλεγμονώδες entzündungshemmendes Mittel
  • τυρί σαγανάκι gebackene Käsescheiben
  • οξύνω, επιδεινώνω (επιδεινώνω την κατάσταση) λαμβάνω αυστηρότερα μέτρα verschärfen  (die Lage verschärfen) Maßnahmen verschärfen
  • ενοχλητικός/φορτικός aufdringlich
  • ευγένεια/εξυπηρετικότητα ευγενικός/εξυπηρετικός Zuvorkommenheit zuvorkommend
  • απαλλοτριώνω enteignen
  • αμύνομαι ενάντια σε/αντιστέκομαι σε προβάλλω αντίσταση/αμύνομαι sich wehren gegen +akk sich zur Wehr setzen